- θοῆς
- θοάζωmove quicklyfut ind act 2nd sg (doric)θοόςquickfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θοῇς — θοάζω move quickly fut ind act 2nd sg (doric) θοός quick fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θοῆις — θοῇς , θοάζω move quickly fut ind act 2nd sg (doric) θοῇς , θοός quick fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θοός — (I) θοός, ή, όν (Α) [θέω] (ποιητ. τ.) 1. δραστήριος, ευκίνητος ταχύς, ενεργητικός 2. (επίθ. για τα πολεμικά πλοία) ελαφρός, ταχύς («νηυσὶ θοῇσιν», Ομ. Οδ.) 3. φρ. α) «θοὴ νύξ» η νύχτα, επειδή έρχεται αιφνίδια, γρήγορα μετά τη δύση τού ηλίου, β)… … Dictionary of Greek